ευδιαλλακτος

ευδιαλλακτος
    εὐδιάλλακτος
    εὐ-διάλλακτος
    2
    легко примиряющийся, сговорчивый Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ευδιαλλακτος" в других словарях:

  • εὐδιάλλακτος — easy to reconcile masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάλλακτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, ον) αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α διάλλακτος, δυσ διάλλακτος] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιαλλάκτως — εὐδιάλλακτος easy to reconcile adverbial εὐδιάλλακτος easy to reconcile masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάλλακτον — εὐδιάλλακτος easy to reconcile masc/fem acc sg εὐδιάλλακτος easy to reconcile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάλλακτα — εὐδιάλλακτος easy to reconcile neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάλλακτε — εὐδιάλλακτος easy to reconcile masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάλλακτοι — εὐδιάλλακτος easy to reconcile masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπαραίτητος — εὐπαραίτητος, ον (Α) 1. ευδιάλλακτος, ευεξιλέωτος 2. αυτός που διατίθεται εύκολα 3. αυτός που παρέχει βάσιμη δικαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ αιτητός (< παρ αιτούμαι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»